Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Luigi Pirandello. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Luigi Pirandello. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020

Luigi Pirandello,: Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε

«Έτσι είναι… αν έτσι νομίζετε» του Λουίτζι Πιραντέλο
Το «είναι» και το «φαίνεσθαι» και κατ’ επέκταση η υποκειμενικότητα της αλήθειας είναι το θέμα του πιραντελικού έργου «Έτσι είναι… αν έτσι νομίζετε», από τα σημαντικότερα του 20ου αιώνα.
«Οκύριος Πόνζα – το κεντρικό πρόσωπο – ισχυρίζεται στο κοινωνικό περιβάλλον ότι η πρώτη γυναίκα του, η Λίνα, πέθανε, ότι ζει με τη δεύτερη γυναίκα του, την Σοφία, και ότι η πρώην πεθερά του, η κα Φρόλα, μη αποδεχόμενη το θάνατο της κόρης της, νομίζει ότι η δεύτερη γυναίκα του δεν είναι άλλη από την κόρη της Λίνα.
Αντίθετα, η κα Φρόλα ισχυρίζεται ότι η Λίνα, για να μη διαταράξει ψυχικά τον σύζυγό της, Πόνζα, απλώς «παριστάνει» ότι είναι η δεύτερη γυναίκα του, η Σοφία.
Το «μυστήριο» μένει άλυτο, αφού ο Πόνζα και η Φρόλα επιμένουν, ο καθένας, στη δική του «αλήθεια».
Αλλά «δεν υπάρχει αλήθεια και αυτή είναι η μόνη αλήθεια», λέει ο Πιραντέλο, στην τελευταία φράση αυτού του – λεπτής, αμφίσημης ειρωνείας για την ιλαροτραγωδία της ανθρώπινης ψυχής – έργου», σημειώνει η Θυμέλη (Αριστούλα Ελληνούδη) σε κριτικό σημείωμα στο Ριζοσπάστη.
Θέατρο τη Δευτέρα: «Έτσι είναι… αν έτσι νομίζετε» του Λουίτζι Πιραντέλο
Η Θυμέλη γράφει για τον Πιραντέλο: «Αφενός ορμώμενος από βασανιστικά – τραυματικά βιώματά του από την οικογένεια και κυρίως από τη συζυγική του ζωή, «τραύματα» που είτε προσπαθούσε να αποκρύψει από το κοινωνικό του περιβάλλον, είτε απέκρυπτε τα αίτιά τους, είτε εμφανιζόταν ως θύμα απαλλασσόμενος από κάθε ευθύνη και αφετέρου επηρεασμένος από τη Θεωρία της Σχετικότητας, ο Λουίτζι Πιραντέλο, με όλα τα πεζογραφικά και θεατρικά έργα του, εμμονικά ασχολήθηκε με ένα παράδοξο, παντοτινό και οικουμενικό «δράμα» του ανθρώπου.
Με το «είναι» και το «φαίνεσθαι», με το πρόσωπο και το προσωπείο του.
«Ο καθένας πιστεύει πως ο εαυτός του είναι ένας. Μα γελιέται:
Ο καθένας μας είναι τόσοι πολλοί όσες είναι οι δυνατότητες που υπάρχουν μέσα μας (…) Εμείς οι ίδιοι δεν ξέρουμε παρά μονάχα ένα μέρος του εαυτού μας (…) Γιατί έχουμε μέσα μας (…) την ανάγκη να εξαπατούμε αδιάκοπα τον εαυτό μας, δημιουργώντας μια πραγματικότητα (…) που κάθε τόσο αποδείχνεται μάταιη και φανταστική (…)», ομολογούσε ο Πιραντέλο.
Αναφερόμενος σ’ αυτή τη θεματολογική εμμονή του συγγραφέα, ο μελετητής του Σίλβιο Ντ’ Αμίκο έγραφε:
«Ο καθένας μας δεν είναι αυτό που νομίζει ότι είναι, αλλά ένας, κανένας, εκατό χιλιάδες, ανάλογα με το πώς βλέπει τούτο ή εκείνο το πρόσωπο και πάντα αλλιώτικος απ’ ό,τι πλάθει ο ίδιος για τον εαυτό του μέσα στο μυαλό του (…)».
Ο καθένας βλέπει αλλιώς τον άλλον, επόμενα αλλιώς και την όποια «αλήθεια» του.
Το «είναι» και το «φαίνεσθαι» και κατ’ επέκταση η υποκειμενικότητα της αλήθειας είναι το θέμα του πιραντελικού έργου «Έτσι είναι (αν έτσι νομίζετε)».
Η παράσταση προβλήθηκε από την εκπομπή «Το θέατρο της Δευτέρας», το 1976, στην ΕΡΤ.
Σκηνοθεσία: Κώστας Ζωγόπουλος , Λάμπρος Κωστόπουλος. Παίζουν: Νικήτας Τσακίρογλου, Εύα Κοταμανίδου, Χρυσούλα Διαβάτη, Σπύρος Κωνσταντόπουλος, Μαρία Φωκά, Αφροδίτη Γρηγοριάδου, Μάκης Ρευματάς, Μαρία Αλκαίου, Τιτίκα Βλαχοπούλου, Ορφέας Ζάχος, Σπύρος Καλογήρου, Γιάννης Μαυρογένης, Θόδωρος Μορίδης, Στράτος Παχής, Ντόρα Σιμοπούλου.

=====================
 "O σιωπών δοκεί συναινείν"

Κυριακή 19 Μαρτίου 2017

Luigi Pirandello – Όταν το κατάλαβε


Όταν το κατάλαβε
Διήγημα
Μετάφραση, Γιώργος Ξανθάκος
Οι επιβάτες που είχαν φτάσει από τη Ρώμη, με το βραδινό τρένο, στον σταθμό του Φαμπριάνο, έπρεπε να περιμένουν εκεί μέχρι το πρωί, για να πάρουν ένα άλλο, αργό, μικρό, ξεχαρβαλωμένο τρένο και να συνεχίσουν το ταξίδι τους στα ενδότερα της περιφέρειας Μάρκε.
Το πρωί, μέσα σ’ ένα βρώμικο βαγόνι δεύτερης θέσης, που είχε ήδη καταληφθεί από πέντε ταξιδιώτες, είχε σπρωχτεί περίπου σαν φορτίο, μια γυναίκα εγκαταλειμμένη στην απελπισία, που δεν την κρατούσαν πια τα πόδια της.
Το πρώτο φως, ρίχνοντας τη σκληρή του ωχράδα στο πνιγηρό, ποτισμένο με κάπνα, βρωμερό βαγόνι, την έκανε να φαίνεται σαν εφιάλτης –ένα συνονθύλευμα από ασουλούπωτα ρούχα– στους πέντε ταξιδιώτες που είχαν περάσει άυπνοι τη νύχτα, αξιολύπητη, καθώς είχε σπρωχτεί ν’ ανέβει, βογκώντας και ξεφυσώντας, πρώτα στην αποβάθρα και μετά στα σκαλιά του τρένου.      
Τα λαχανιάσματα και τα βογγητά που συνόδευαν τη γυναίκα, και σχεδόν υποστήριζαν από τα νώτα την προσπάθειά της, ακούγονταν από τον σύζυγό της, που τελικά ξεπρόβαλε, λεπτός και ντελικάτος, κάτωχρος σαν πεθαμένος· ωστόσο, τα μικρά του μάτια έσφυζαν από ζωντάνια, λάμποντας μέσα στη χλωμάδα του.      
Η στενοχώρια να βλέπει τη σύζυγό του σ’ αυτή την κατάσταση, δεν τον εμπόδιζε, ακόμη και μέσα στη μεγάλη του σύγχυση, να φέρεται ευγενικά· άλλωστε, η έντονη προσπάθεια που είχε προηγηθεί, ήταν εμφανές ότι τον είχε κάπως εκνευρίσει, ίσως γιατί φοβόταν πως δεν είχε αποδείξει, πέρα για πέρα, μπροστά στους πέντε επιβάτες, ότι είχε κάνει όλα όσα μπορούσε, προκειμένου να στηριχτεί το βαρύ φορτίο της συζύγου του και να σπρωχτεί μέσα στο βαγόνι.
Παρότι οι θέσεις ήταν πιασμένες, οι συνταξιδιώτες είχαν μετακινηθεί αμέσως, για να κάνουν χώρο στην κυρία που υπέφερε· έτσι, μετά από συγγνώμες κι ευχαριστίες προς εκείνους, ο σύζυγος μπόρεσε να φανεί και στη γυναίκα του περιποιητικός και φιλοφρονητικός· έστρωσε πάνω στους ώμους το φόρεμά της και τον γιακά της μπέρτας, που είχε ανέβει ως τη μύτη της.   
«Είσαι εντάξει, καλή μου;»
Η σύζυγος, όχι μόνο δεν του απάντησε, αλλά σήκωσε πάλι θυμωμένη την μπέρτα της ψηλά –ακόμη πιο ψηλά, ώστε να καλυφθεί στο τέλος όλο της το πρόσωπο. Τότε αυτός χαμογέλασε θλιμμένα· ύστερα, αναστέναξε: