Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα τού '21 - Σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.

Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα
ραγιάδες έχεις, μάνα γη, σκυφτούς για το χαράτσι
κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα
των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι.
Και δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωίλοι
και Μαμμωνάδες βάρβαροι και χαύνοι λεβαντίνοι
λύκοι, κοπάδια, οι πιστικοί και ψωριασμένοι οι σκύλοι
και οι χαροκόποι αδιάντροποι, και πόρνη η Ρωμιοσύνη!
Κωστής Παλαμάς

Το Ναύπλιο την ημέρα της δολοφονίας του Καποδίστρια

Στις 8 Οκτωβρίου 1831,* ο μεγάλος κυβερνήτης της Ελλάδος Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος αφιέρωσε όλη τη ζωή του στην υπηρεσία της πατρίδος του, έπεφτε νεκρός από ελληνικές, δυστυχώς, σφαίρες. Πολλοί έγραψαν για τον τραγικό θάνατο του. Μεταξύ αυτών είνε και ο Ιταλός Τζεκκίνι.
Γιατρός κι αυτός, είχε σπουδάσει στην Ιταλία μαζί με τον Καποδίστρια,  ο οποίος όταν γίνηκε κυβερνήτης, τον κάλεσε κοντά του ως γιατρό του. Ο Τζεκκίνι συνεδέετο στενώτατα με τον κυβερνήτη. Στο πολύτιμο δε, για την ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως, βιβλίο του «Εικόνες της Νεωτέρας Ελλάδος» αφιερώνει ένα σημαντικό κεφάλαιο στη δολοφονία του φίλου του.
Ο Τζεκκίνι πέρασε το βράδυ της εβδόμης Οκτωβρίου – της παραμονής δηλαδή της δολοφονίας – στην Τύρινθα, όπου τον είχαν καλέσει να δη έναν άρρωστο. Την άλλη μέρα το πρωί ξεκίνησε νωρίς – νωρίς για το Ναύπλιο, που απέχει δυο μίλια από την Τύρινθα. Ασυνήθιστη όμως κίνησις επικρατούσε στους εξοχικούς δρόμους και πολλοί άνθρωποι έτρεχαν σ’ αυτούς τρομαγμένοι και λυπημένοι. Ο Τζεκκίνι ρώτησε ένα απ’ αυτούς γνωστό του τι συνέβαινε κι αυτός του απάντησε ότι σκότωσαν το Καποδίστρια. ...


Η δολοφονία του Καποδίστρια. Έργο λαϊκού ζωγράφου μέσα στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα.
Όσο ο Τζεκκίνι προχωρούσε και σίμωνε στο Ναύπλιο, τόσο τα πλήθη που έφευγαν από την πόλι μεγάλωναν. Πανικός είχε πιάσει όλους τους Ναυπλιώτες κι έτρεχαν να σωθούν στα γειτονικά χωριά. Όταν τέλος έφθασε στην πόλι, βρήκε την πύλη κλεισμένη από στρατό που δεν άφηνε κανένα να περάση.  Αμέσως έτρεξε στο παλάτι του κυβερνήτου, επλησίασε για να κυττάξη , αν τα τραύματά του ήσαν σοβαρά, και είδε ότι ο Καποδίστριας ήταν πια νεκρός.
«Άφησα – γράφει ο Τζεκκίνι – τον σκοτωμένο μεταξύ μερικών στρατηγών του, υπουργών του και γερουσιαστών, οι οποίοι από τη λύπη τους ήσαν άφωνοι σαν τον νεκρό, κι εβγήκα στους δρόμους για να προσφέρω τις υπηρεσίες μου, αν παρουσιαζόταν ανάγκη. Διέτρεξα όλη την πόλι χωρίς να συναντήσω ψυχή ζωντανή, παρά μερικούς στρατιώτες που έστεκαν σε κάθε γωνιά δρόμου ακίνητοι, σαν αγάλματα, με το τουφέκι έτοιμο, να πυροβολήσουν όποιον θα τολμούσε να κάνει το παραμικρό.
Νεκρική σιωπή τρόμου βασίλευε σ’ όλην αυτή την έρημο που ωνομάζετο Ναύπλιο. Όλες οι πόρτες των σπιτιών ήσαν  κλειστές και τα παράθυρα κατάκλειστα. Ούτε ένα μαγαζί δεν ήταν ανοιχτό. Όλοι περίμεναν από στιγμή σε στιγμή κάποιο κίνημα, κάποια καταστροφή, γιατί ο λαός ήταν χωρισμένος σε δύο αντίθετα στρατόπεδα, τα πάθη δυνατά και ο κίνδυνος διαρπαγής των περιουσιών μέγιστος. Το κλείσιμο θυρών και παραθυριών έγινε πρώτα αυθόρμητο από το λαό, έπειτα όμως κι’ η κυβέρνησι έβγαλε προκήρυξι να μείνουν όλα κατάκλειστα. Μονάχα στους στρατώνες επικρατούσε ζωή και κίνησι, και μάλιστα υπερβολική.  Ξαναγύρισα στο Παλάτι του κυβερνήτη, όπου έμαθα από τους φρουρούς πως σκοτώθηκε ο Καποδίστριας».
Και ο Τζεκκίνι διηγείται παρακάτω την ιστορία της δολοφονίας. Μεταξύ των άλλων αναφέρει ότι, πριν φύγει ο Καποδίστριας  από το σπίτι του για να πάη στην εκκλησία του Aγίου Σπυρίδωνος, έξω από την οποία σκοτώθηκε, ένα αγαπημένο σκυλάκι του τριγύριζε ανήσυχο γύρω από τα πόδια του, γαύγιζε και δεν ήθελε να τον αφήσει να φύγη. Επέμενε μάλιστα τόσο το πιστό ζώο, ώστε ο Καποδίστριας αναγκάσθηκε να το διώξη επανειλημμένως μέσα από τα πόδια του.
Όταν σίμωσε στην εκκλησία, ο Καποδίστριας διέκρινε απέξω το Γιώργη και Κωνσταντή, παιδιά του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και σταμάτησε για μια στιγμή, αλλά αμέσως εξακολούθησε το δρόμο του. Μέσα στην εκκλησία δεν ήσαν παρά 4 – 5 γυναίκες.
Όταν ο Καποδίστριας έφθασε σιμά τους, οι δυο Μαυρομιχαλαίοι έβγαλαν το καπέλλο τους. Ο Καποδίστριας έβγαλε κι αυτός το καπέλλο του κι εχαιρέτησε πρώτα το Γιώργη κι έπειτα γύρισε να χαιρετίσει και τον Κωσταντή. Μα την ίδια  στιγμή ο Γιώργης τράβηξε το πιστόλι του και πυροβόλησε. Το πιστόλι όμως δεν πήρε φωτιά. Τράβηξε τότε ένα άλλο πιστόλι, πυροβόλησε και τον πλήγωσε στον δεξί κρόταφο. Η σφαίρα βγαίνοντας έσπασε το αριστερό μέρος το μετώπου. Συγχρόνως, την ίδια στιγμή, ο Κωσταντής του κάρφωσε το μαχαίρι του  στην κοιλιά. Αμέσως ο Καποδίστριας σωριάστηκε αναίσθητος καταγής.
«Τόσο ήσαν ξαφνικά τα χτυπήματα τους, ώστε μπορεί κανείς να πιστεύση ότι ο κυβερνήτης δεν άκουσε ούτε τον ήχο της πιστολιάς, ούτε ένιωσε τον πόνο της μαχαιριάς», λέει ο Τζεκκίνι, υποστηρίζοντας ότι ο θάνατος επήλθε ακαριαίος.
Οι δυο ακόλουθοι του Καποδίστρια τράβηξαν αμέσως τα πιστόλια των κι επυροβόλησαν. Αλλά κανένα από τα δυο δεν πήρε φωτιά. Η τρίτη όμως σφαίρα, που έρριξε κατά των δολοφόνων  ένας κουλοχέρης Κρητικός, (ο οποίος μολονότι είχε μόνο ένα χέρι, ήταν ο καλύτερος μπιλιαρδιστής στην Ελλάδα) χτύπησε τόσο καλά τον Κωσταντή, ώστε του πέρασε η σφαίρα πέρα – πέρα το θώρακα.
Μ’ όλη τη βαρειά λαβωματιά ο Κωσταντής  έτρεξε σε μια πόρτα και παρακάλεσε να του ανοίξουν. Αλλά δεν του άνοιξαν κι έτσι αναγκάσθηκε να τραπή εις φυγήν, ενώ πλήθος λαού τον κυνηγούσε. Όταν ο λαός τον έφθασε, τον βρήκε κατά γης να πλέει στο αίμα του. Την ώρα δε που το πλήθος τον χτυπούσε με τα μαχαίρια του και τον κομμάτιαζε, πριν ξεψυχίσει ο Κωσταντής είπε:
-Κάμετε μου ό,τι θέλετε αλλά ο τύραννος πέθανε!
Το πτώμα το έσυραν στο στρατώνα που ήταν στην πλατεία του Πλατάνου. Ο Τζεκκίνι το πλησίασε, το είδε και με θαυμασμό περιγράφει το λεβέντικο κορμί του:
«Ήταν ένας από τους ωραιότερους άνδρες της Ελλάδος τόσο για το αθλητικό κορμί του, όσο και για το πρόσωπο που έμοιαζε  σαν του Απόλλωνα. Τα σγουρά, ξανθά μακρυά μαλλιά του που έφθαναν ως τον ώμο του, ήσαν γεμάτα αίματα και χώματα».
Ο Τζεκκίνι πήγε κατόπιν στο εστιατόριο του Ρούσου, το καλύτερο του Ναυπλίου, όπου τις άλλες ημέρες συγκεντρωνόταν τόσο πλήθος ώστε δεν εύρισκε κανείς θέσι να καθήση. Την ημέρα όμως εκείνη ο Τζεκκίνι ήταν μονάχος με τον ξενοδόχο κι ενώ ήταν μεσημέρι έτρωγε με φως, γιατί οι πόρτες και τα παράθυρα ήσαν κατάκλειστα. Σε μια στιγμή άκουσε απ’ έξω οχλοβοή και θόρυβο. Τότε ο ξενοδόχος του είπε:
-«Ξέσπασε η επαναάστασι!».
Ο Τζεκκίνι κοίταξε από το παράθυρο κι είδε πλήθη λαού να σέρνουν στους δρόμους το πτώμα του Κωσταντή Μαυρομιχάλη με βρισιές και με κατάρες. Άλλοι τον έσπρωχναν με τις ομπρέλες των (γιατί ψιχάλιζε), άλλοι το κλωτσούσαν με τα πόδια, άλλοι το έφτυναν, άλλοι έκαναν άσεμνες χειρονομίες. Ο Τζεκκίνι μάλιστα είδε  με τα μάτια του κάποιον απ’ το πλήθος που άρπαξε το χέρι του σκοτωμένου και  του το δάγκασε με λύσσα.
Τέλος, έπειτα από πολλή ώρα το πέταξαν στη θάλασσα. Τη νύχτα, από το Ίτς- Καλέ, ο Τζεκκίνι, κάτω από το φως του φεγγαριού, διέκρινε το πτώμα του Κωνσταντή να δέρνεται από τα κύματα, να χτυπά στ’ ακρογιάλι και να ξανατραβά για την ανοιχτή θάλασσα.  
Ο Γιώργης Μαυρομιχάλης, αφού δολοφόνησε τον Καποδίστρια, έτρεξε να καταφύγει στο σπίτι του πρεσβευτού της Γαλλίας Ρουέν, αλλ’ όπως ήταν ζαλισμένος από το έγκλημα, έκαμε λάθος και μπήκε στο γειτονικό σπίτι, όπου κατοικούσε ένας Γάλλος συνταγματάρχης του πυροβολικού. Ανέβηκε τις σκάλες, μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και τον βρήκε στο κρεββάτι   με τη γυναίκα του. Δείχνοντας του το πιστόλι, χαρούμενος του είπε: – Τον σκοτώσαμε!…  - νομίζοντας ότι ήταν μπροστά στον πρεσβευτή της Γαλλίας και ότι θα τον ευχαριστούσε η είδησις αυτή, γιατί η Γαλλία πολεμούσε τον Καποδίστρια ως ρωσόφιλο.
Μόλις τ’ αντρόγυνο άκουσε τα λόγια αυτά, πήδηξε τρομαγμένο από το κρεββάτι και κατέφυγε στη Γαλλική πρεσβεία, όπου βρήκε  πάλι το Γιώργη Μαυρομιχάλη, ο οποίος εντωμεταξύ είχε πηδήσει από το παράθυρο και από την αυλή μπήκε στη Γαλλική πρεσβεία, που του έδωσε καταφύγιο.  Μόλις ο λαός έμαθε ότι ο δολοφόνος κρυβόταν στη Γαλλική πρεσβεία, αγριεμένος  έτρεξε εκεί ζητώντας από τον πρεσβευτή να του τον παραδώση.
Αλλά ο πρέσβυς αρνήθηκε με την πιο μεγάλη αναίδεια. Το πλήθος τότε αγρίεψε σε βαθμό επικίνδυνο. Τότε ευτυχώς, επενέβη ο συνταγματάρχης Αλμέϊδα,  πορτογαλικής καταγωγής, ο οποίος προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στην επαναστατημένη Ελλάδα, και ήταν στρατιωτικός  διοικητής Ναυπλίου.
Παρουσιάσθηκε στο Γάλλο πρεσβευτή Ρουέν και του εξήγησε το δίκαιο θυμό του λαού και τον κίνδυνο που απειλούσε κι αυτή ακόμη τη ζωή του πρεσβευτού από ένα θεριωμένο ασκέρι. Ο πρέσβυς κατάλαβε τότε τι τον περίμενε και δέχτηκε την πρόταση του Αλμέϊδα, δηλαδή να παραδώση σ’ αυτόν το δολοφόνο, ο δε Αλμέϊδα, του εγγυήθηκε ότι ο λαός δε θα τον αγγίξη, αλλά θα τον δικάση το νόμιμο δικαστήριο.  Κι έτσι, κρυφά ο δολοφόνος παραδώθηκε στον Αλμέϊδα, ο οποίος τον έκλεισε μέσα στο Παλαμήδι.
Ο Τζεκκίνι επαινεί τη διπλωματική ικανότητα του Αλμέϊδα, χωρίς την επέμβαση του οποίου ο λαός θα έκαιγε τη Γαλλική πρεσβεία και θα εδημιουργούντο θλιβερά επεισόδια.
Ο Τζεκκίνι μαζύ με άλλους γιατρούς έκαμε την εξέταση του πτώματος του Καποδίστρια και υπέβαλαν την έκθεσί των στην νέα κυβέρνηση, που απετελείτο από το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Ανδρέα Μεταξά, Ι. Κωλλέτη, Ανδρέα Ζαΐμη και Δημ. Βουδούρη.
Ο νεκρός τοποθετήθηκε στη Μητρόπολι, όπου πήγε ο λαός συγκινημένος και τον προσκύνησε. Η κηδεία ήταν μεγαλοπρεπέστατη. Σε είκοσι θαυμάσια προσκέφαλα που τα κρατούσαν γερουσιασταί,  βρισκόντουσαν τα παράσημα του κυβερνήτου. Έπειτα  ακολούθησαν οι υπουργοί, οι πρέσβεις, οι αρχές, ο στρατός, καθώς και τα αγήματα και οι στρατιώτες των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων. Όλο το Ναύπλιο ακολουθούσε τον αγαπημένο του νεκρό με καταφανή θλίψι. Μουσικές των ξένων στόλων έπαιζαν πένθιμα εμβατήρια, ενώ τα κανόνια των καραβιών και του Κάστρου βροντούσαν… Όλα τα παράθυρα ήσαν στολισμένα με πένθιμα χαλιά. Ακόμα κι οι εχθροί του Καποδίστρια δεν έλειψαν από την εκδήλωσι αυτή του πόνου.
Τη νύχτα της 10ης Απριλίου 1832 ο νεκρός μετεφέρθη σ’ ένα ρωσικό πολεμικό, το οποίο μετέφερε το πτώμα του αδικοσκοτωμένου πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας στο ωραίο του νησί, την Κέρκυρα για να ταφεί εκεί.
(Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου) 
* Ως ημερομηνία θανάτου του Κυβερνήτη αναφέρεται στο κείμενο η 8η Οκτωβρίου 1831.   Κατ’ άλλους και μάλιστα κατά τον Κων/νο Τσάτσο η 27η Σεπτεμβρίου 1831. Ίσως οι διαφορετικές ημερομηνίες προκύπτουν λόγω παλαιού και νέου ημερολογίου.   
Κώστας Καιροφύλας
Ναυπλιακά Ανάλεκτα, τόμος V, έκδοση του Δήμου Ναυπλιέων, Ναύπλιο, 2004.  


Έρχονταν για να βοηθήσουν,
αλλά με το που κατέβαιναν στο λιμάνι,
τους λήστευαν οι ίδιοι οι Ρωμιοί
Άγνωστες πτυχές τού '21


Έγραψε στις 11.04.2014 ο/η: Φυλακτού Ευγενία

Επιστροφή

Σε όλη την προ τού ’21 περίοδο κυριαρχούσε ανάμεσα στους πεπαιδευμένους ευρωπαίους το ρομαντικό όνειρο γιά την αναγέννηση τής κλασικής Ελλάδας. Σ’ αυτό το όραμα έπαιξαν σημαντικό ρόλο οι ελληνικοί μύθοι, που αποτελούσαν το στημόνι τής ποιητικής τού Byron.

Μερικοί από τους φιλέλληνες ζούσαν σε φαντασιώσεις. Περίμεναν, πως θα συναντούσαν στην Ελλάδα αρχαιομαθείς χλαμυδοφόρους να δημηγορούν σε κάποια σύγχρονη Πνύκα.

Η προσγείωσή τους ήταν κωμικοτραγική.


   



Ομάδα ευρωπαίων
αξιωματικών
και φιλελλήνων.


Έγχρωμη λιθογραφία,
Εθνικό Ιστορικό
Μουσείο, Αθήνα.
   



Οι περισσότεροι εθελοντές απογοητεύονταν αμέσως μετά την άφιξή τους στην Ελλάδα. Και καθώς διαψεύδονταν οι προσδοκίες τους, έφευγαν το συντομότερο δυνατόν καθυβρίζοντας τους ρωμιούς.

«Σκυλολόι από κλέφτες και δολοφόνοι», αποφαίνονταν. «Ο έλληνας δέν είναι αυτό, που σκέφτονται μερικοί. Είναι ο άνθρωπος σε όλη του την ασχήμια, ο σκλάβος σε όλο του τον ξεπεσμό». (Gabriel Vauthier, Le mouvement Philhellène en France sous la Restauration, “L’Acropole”, Revue du monde hellénique, Παρίσι, 1926, τόμ. Α’, σελ. 225).



 

«Δέν άντεξα κι αναθεμά-
τισα τους έλληνες, τους
ελεεινούς τρόπους τους
και τα αηδιαστικά
καλύβια
τους».


F. Hervé
Σκωτσέζος περιηγητής: «A
residence in Greece and
Turkey», κεφ. «The rats
pleasant bedfellows»,
σελ. 106, Λονδίνο, 1837.

Εσωτερικό καλύβας ρωμιών χωρικών, που τρώνε         
σύμφωνα με τις οθωμανικές συνήθειες.              

Λιθογραφία, που σχεδίασε ο Ο. Μ. vοn Stackelberg       
και χάραξε ο C. F. Gille.                   
   


Οι αποστολές εθελοντών στην Ελλάδα γίνονταν με ειδικά ναυλωμένα καράβια. Οι πρώτοι εθελοντές έφταναν στο Ναβαρίνο, στην Καλαμάτα, στην Κυπαρισσία, στη Μονεμβασία, άλλοτε σε μικρές ομάδες, άλλοτε ως ανεξάρτητα άτομα. Οι ρωμιοί τους κοιτούσαν με δυσπιστία. Τα καταλύματα ήταν τρώγλες, βασίλεια των ψύλλων. Και η τροφή πανάθλια.

Ο γερμανός αξιωματικός Ferdinand von Kiesewetter, που έφτασε στις 21 Ιανουαρίου 1822 στο Μεσολόγγι, πρόσεξε, πως δέν υπήρχε ενθουσιασμός ανάμεσα στους κατοίκους: «Μας κοιτούσαν με χαζό βλέμμα, μ’ όλο, που ήξεραν γιατί ήρθαμε στην Έλλάδα. Κανένας δέ νοιάστηκε να μας δοθεί στέγη, φαΐ, πιοτό». (William St. Clair, That Greece might still be free. The Philhellenes in the War of Indepedence, Λονδίνο, 1972, σελ. 82 κ.ε.).


 






Ρωμιός με φουστανέλα,
φέσι και τσιμπούκι.
Ανατολίτης στην αμφίεση,
στους τρόπους, στη νοοτροπία.

Ακουαρέλα (1833) τού Peter von Hess
(Κρατική Συλλογή Γραφικών, Μόναχο).
 


Οι περισσότεροι εθελοντές, φθάνοντας στο λιμάνι, χάριζαν όλα τα εφόδιά τους στον καπετάνιο και το πλήρωμα τού καραβιού, σίγουροι πιά, πως δέν τα χρειάζονταν, και έβγαιναν ανέμελοι.

Ο δανός εθελοντής φοιτητής, J. H. Stabell, που έφθασε στο Ναβαρίνο στις 7 Ιανουαρίου με το καράβι «La Petite Marie» μαζί με άλλους 35 εθελοντές υπό τον γερμανό αξιωματικό von Biring, γράφει στο  χρονικό του, πως πρόσφεραν στον καπετάνιο όλα τα τρόφιμα και τα σκεπάσματά τους. Απέφυγαν, μάλιστα, να γευματίσουν στο καράβι πιστεύοντας, πως οι έλληνες θα τους υποδέχονταν στην πόλη με γενναία τραπεζώματα. Την άλλη μέρα γύρισαν εντελώς νηστικοί στο καράβι και παρακαλούσαν τον καπετάνιο να τους επιστρέψει λίγα παξιμάδια. (J. H. Stabell, Schicksale eines Dänischen Philhellenen auf seiner Reise von Kopenhagen nach Morea und Constantinopel und von da wieder zurück, in den Jahren 1821 bis 1823. Aus dem Dänischen übersetzt, Leipzig, 1824, σελ. 21-23).

Ένας ανώνυμος γερμανός εθελοντής αφηγείται, ότι μόλις άραξε το καράβι τους στο Ναβαρίνο, ανέβηκαν γιά να τους παραλάβουν δύο γερμανοί και δύο γάλλοι: «Οι στολές τους ράκη, παπούτσια δέν φορούσαν και όλο τους το κορμὶ ἡταν γεμάτο ψείρες».

Απόρησαν οι νεοφερμένοι γιά το θέαμα. Και πολύ περισσότερο απ’ αυτά, που άκουσαν: «Αργότερα τα ίδια θα πάθετε και σεις. Αν σας απόμειναν τρόφιμα μή τα σπαταλάτε, θα σας χρειασθούν οπωσδήποτε. Και να ‘χετε τα μάτια σας τέσσερα στους έλληνες, που θα μεταφέρουν τις αποσκευές και τα τρόφιμα. Θα σας κατακλέψουν».

Φυσικά, οι ρωμιοί δέν ζούσαν σε καλύτερη κατάσταση. Εξαθλιωμένοι και πειναλέοι ζύγωσαν τους ξένους και ζήτησαν γαλέτα. Οι εθελοντές τρομοκρατήθηκαν, κύκλωσαν ένοπλοι τους ρωμιούς, που μετέφεραν τις αποσκευές, και τους υποχρέωσαν να βαδίζουν δυό-δυό προς την πόλη. «Εκεί, ένας έλληνας προσπάθησε να κλέψει ένα πακέτο γαλέτα και να διαφύγει. Τον ανακαλύψαμε, όμως, τον απείλησαμε με εκτέλεση επιτόπου και τον αναγκάσαμε να ξαναγυρίσει στη γραμμή». (Tagebuch und Erläuterungen über Kampf der Philhellenen in Griechenland, Dinkelsbühl, 1823, σελ. 49-54).

Μερικοί επιστράτευαν τις αρχαίες ελληνικές λέξεις, που έρχονταν στο νου τους. Κανένας δέν καταλάβαινε. Περίμεναν να δουν έλληνες ντυμένους με χλαμύδες. Απογοήτευση. Φορούσαν όλοι ανατολίτικα, κάθονταν σταυροπόδι και κάπνιζαν τσιμπούκια, απαράλλαχτα όπως οι οθωμανοί. (William St. Clair, That Greece might still be free. The Philhellenes in the War of Indepedence, Λονδίνο, 1972, σελ. 82).


 




 
Αρβανίτες κλέφτες:
Ο φόβος και ο τρόμος των χωρικών.
Τα χωριά, που βρίσκονταν
κοντά σε λημέρια ληστών,
εξ ανάγκης προσπαθούσαν
να διατηρούν καλές σχέσεις μαζί τους.
Η Ρωμιοσύνη σήμερα, τους ληστές αυτούς
τους έχει αναγορεύσει
σε «εθνικούς» της ήρωες!


Χαλκογραφία σε σχέδιο C. R. Cockerell
και χάραξη J. Clark, ιδιωτική συλλογή.
    


Το πρώτο, που ρωτούσαν οι εθελοντές, βγαίνοντας από το καράβι, αρχές καλοκαιριού τού 1821, ήταν πού βρισκόταν το επιτελείο τής στρατιάς. Οι ρωμιοί αλληλοκυττάζονταν απορημένοι. Δέν είχαν δει, δέν είχαν ακούσει τίποτα. (J. H. Stabell, Schicksale eines Dänischen Philhellenen auf seiner Reise von Kopenhagen nach Morea und Constantinopel und von da wieder zurück, in den Jahren 1821 bis 1823. Aus dem Dänischen übersetzt, Leipzig, 1824, σελ. 33).


 
 






Καμήλες στα αρχαία των Αθηνών.


Ακουαρέλα τού Ludwig Lange, 1836.
 


Ο πρώτος γερμανός εθελοντής, που έφθασε στην Ελλάδα, τρεις μόλις μήνες μετά την έναρξη τού ξεσηκωμού των ρωμιών, ήταν ένας ρομαντικός και πολυφάνταστος αρχαιολάτρης, ο Christian Müller, που στο νου του είχε την Αθήνα τού χρυσού αιώνα. Ήταν 31 ετών, κρατικός υπάλληλος, σπουδασμένος στη Γοτίγγη, πολυταξιδεμένος. Γραμματέας τού πρίγκηπα Leuchtenberg το 1817. (Barth Kehrig Korn, Die Philhellenenzeit, München, 1960, σ. 183).

«Καθόμουν στην πλώρη τού καραβιού με τον Όμηρο στα γόνατά μου, όταν ο καπετάνιος μού έδειξε στο βάθος τα βουνα τής Κεφαλονιάς. Ήταν το πρώτο σημάδι, που έβλεπα από την Ελλάδα. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά, όπως τού ερωτευμένου, που μαθαίνει, ότι ο πρώτος του έρωτας βρίσκει ανταπόκριση».

Τον Ιούνιο τού 1821 βρισκόταν στη Ζάκυνθο. Ταξίδευε μαζί με δυό άγγλους και έναν ούγγρο. Προορισμός η Αθὴνα, διαμέσου Πάτρας και Ισθμού. Αλλά τα νέα ήταν άσχημα. Η Πάτρα είχε μεταβληθεί σε ερείπια, τα κάστρα στον Κορινθιακό βρίσκονταν στα χέρια των τούρκων, αλώνιζαν οι πειρατές, επικἱνδυνο το πέρασμα τού Ισθμού. Χαλασμός και στην Αθὴνα. Τους συμβούλεψαν να ακολουθήσουν το θαλασσινό δρόμο, να ταξιδέψουν στην Ύδρα. Αλλα πού να βρεθεί καράβι. Οι συγκοινωνίες είχαν παραλύσει, το εμπόριο νεκρωμένο ολότελα.

Γιά να μή χάσουν καιρό αποφάσισαν να κατευθυνθούν στην Καλαμάτα, όπου, σύμφωνα με τις πληροφορίες τους, βρισκόταν το αρχηγείο των επαναστατών. Περνώντας στη Γλαρέντζα σκέφθηκαν, πριν ταξιδέψουν στην Καλαμάτα, να επισκεφθούν τις αρχαιότητες τής Ολυμπίας και το ναό τού Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες. Ο Müller κατέχεται από ιερή μέθη. Επιτέλους πατάει την ένδοξη γη των ηρώων και των ημίθεων.

«Σε λίγο θα ανήκω στο στρατό των ελλήνων... Θέλω, πολεμώντας και πεθαίνοντας, αν χρειασθεί, να τους εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου γιά τα ευγενικα αισθήματα, που μού ενέπνευσαν... Να ζήσω μονάχα γιά να δω ελευθερωμένη την Ακρόπολη, τα Προπύλαια, τον Παρθενώνα από τους βάρβαρους. Αρκεί να γονατίσω σ’ αυτά τα μνημεία, που ανάμεσά τους περπατάω τώρα με τη φαντασία μου. Και γιατί να μή θυσιάσω τη ζωή μου γι’ αυτή την ιερή γη, που τόσο έλαμψε στα πανάρχαια χρόνια και σήμερα ανασταίνεται από τα ερείπια. Ανυπομονώ να ανασάνω τον αέρα, που ανέπνεαν οι σοφοί τής αθάνατης Αθήνας... Χαίρε πατρίδα μου! Χαίρετε καλοί μου φίλοι! Σάς περιμένω στα Μεγάλα Παναθήναια!». (Voyage en Grèce et dans les îles Ioniennes pendant les six demiers mois de 1821. Ouvrage où l'on trouvera des détails sur l’insurrection des Hellènes et sur le caractère et les talens de leurs chefs; leur constitution provisoire et les documens sur la conduite des Anglais envers les Grecs et les habitans des Iles Ioniennes etc. etc. Traduit de l’allemand par Leon A. Paris, 1822. Ο γερμανικός τίτλος τής πρώτης έκδοσης: Reise durch Griechenland und die lonischen Inseln in den Monaten Junius, Julius und August 1821, Leipzig 1822).

Ο γερμανός εθελοντὴς ερχόταν να πολεμήσει γιά την ελληνική ελευθερία. Ονειρευόταν τον Μαραθώνα και τις Θερμοπύλες...


   
 






Παζάρι στην Κόρινθο.


Λιθογραφία τού G.F. Gille,
σχέδιο Stackelberg.
   


Από την Ολυμπία η συντροφιά, μαζί με αγωγιάτες, θα προχωρήσει προς την Ανδρίτσαινα ακολουθώντας το δρομολόγιο των παλιών περιηγητών. Έφθασαν στην Αμπελιώνα τής ορεινής Ολυμπίας. Ήταν το μόνο κατοικημένο χωριό, που συνάντησαν. Γεμάτοι κοπάδια οι  γύρω λιβαδότοποι. «Βρήκαμε άφθονο ψωμί, γάλα, κρέας, αυγά». Αλλὰ με δυσκολία δέχτηκαν οι κάτοικοι τα χρυσά νομίσματα των ξένων. Δέν ήξεραν τη μονέδα.

Από την Αμπελιώνα στην Παύλιτσα, την αρχαία Φυγάλεια. Εκεί κοντά συνέβη ένα επεισόδιο, πού μεταμόρφωσε τον ενθουσιώδη γερμανό σε ανελέητο στηλιτευτή τού εκβαρβαρισμού των νεότερων ρωμιών.

«Στις επτά το βράδυ βλέπουμε ένα μπουλούκι αρματωμένους να κατεβαίνουν από το βουνό με τρία μουλάρια. Από τη φορεσιά και τα όπλα τους καταλάβαμε αμέσως, πως ήταν μανιάτες. Επειδή μάς είχαν προειδοποιήσει στη Ζάκυνθο γιά τέτοια συναπαντήματα τραβήξαμε αμέσως τα πιστόλια μας. Την ίδια στιγμή πέφτει μιά τουφεκιά. Ένα από τα υποζύγια γκρεμίζεται σκοτωμένο. Μάς φωνάζουν να παραδοθούμε και να δώσουμε ό,τι έχουμε αν θέλουμε τη ζωή μας».

Τριανταδύο οι μανιάτες, τέσσερες οι οπλισμένοι εθελοντές με έξη πιστόλια. (Ο ούγγρος ήταν άοπλος).

- Σκυλόφραγκοι! έσκουζαν οι μανιάτες.

«Τους φωνάξαμε, πως είμαστε φίλοι τους, πως ήρθαμε να πολεμήσουμε μαζί τους, πως πηγαίνουμε στην Καλαμάτα. Γιά μιά στιγμή δίστασαν. Ύστερα αντήχησε μιά τουφεκιά. Μας είπαν, πως λέμε ψέματα, πως αυτός δέν είναι ο δρόμος γιά την Καλαμάτα, πως είμαστε αγγλοι κατάσκοποι». Και στό κάτω-κάτω δέν χρειάζονταν άγγλους στην Καλαμάτα.

Μιά καινούργια τουφεκιά πληγώνει ένα σύντροφό του, μιά άλλη σκοτώνει τον νεότερο από τους αγωγιάτες. Η συμπλοκή γενικεύεται.

«Ο άγγλος S. απαντά με γενναιότητα. Χτυπάει δυό μανιάτες, τραυματίζω κι εγώ έναν απο τους ληστές. Στο δεύτερο πυροβολισμό το πιστόλι παθαίνει αφλογιστία. Δέχομαι μιά γερή κοντακιά στον ώμο και χάνω τις αισθήσεις μου. Όταν συνήλθα είδα, πως ήμασταν δεμένοι στα δέντρα. Μάς είχαν αρπάξει τα πάντα».


 





 

Περισσότερες αναφορές
φιλελλήνων εθελοντών τής εποχής τού '21
μπορείτε να βρείτε στο βιβλίο
τού Κυριάκου Σιμόπουλου:

Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα τού '21
(έκδ. «Στάχυ», Αθήνα, 1999),
στο οποίο έχει βασιστεί το άρθρο αυτό.
 



Μόλις νύχτωσε ακούστηκαν βήματα. Ήταν ο γέρο αγωγιάτης, που είχε λουφάξει σε μιά κρυψώνα την ώρα τής συμπλοκής. Τους ελευθέρωσε. Η συντροφιά, όμως, ήταν απελπισμένη. Είχε απομείνει χωρίς πεντάρα.

Ξαφνικά, ένας άγγλος ξεφώνισε χαρούμενος. Ψαχουλεύοντας βρήκε το σκούφο του, που είχε πέσει στα χαμόκλαδα. Σε μιά πτυχή ήταν κρυμμένα κάμποσα χρυσά νομίσματα. Έδεσαν τις πληγές των λαβωμένων και την άλλη μέρα ξεκίνησαν γιά την Καλαμάτα.

«Εκεί, διαλύθηκαν ολότελα οι ψευδαισθήσεις μας». Πήγαν στην έδρα τού «Αρχηγείου». Βρήκαν ρωμιούς καπεταναίους, μερικούς γάλλους και έναν πολωνό λογχοφόρο τού Ναπολέοντα. «Ασήμαντος άνθρωπος. Τα τρία τέταρτα αξιωματικοί μόνο κατ’ όνομα».

Παραπονέθηκαν γιά τη ληστεία και ζήτησαν ικανοποίηση. «Εκείνοι δέχτηκαν με ψυχρότητα τις διαμαρτυρίες μας. Δέν έκρυβαν μάλιστα την έκπληξή τους, που ήρθαμε να καταγγείλουμε ένα τέτοιο. Αρνήθηκαν κάθε βοήθεια και μας είπαν καθαρά και ξάστερα, πως η έρευνα, που ζητούσαμε, ήταν και αδύνατη και άχρηστη».


  




«Πρέπει να αναγνωρίσουμε
στον Βελή Πασά,
ότι καθάρισε τον Μοριά
από τους ληστές,
όπως τον Κολοκοτρώνη».


C. R. Cockerell
από το έργο τού Samuel Pepys Cockerell:
«Travels in southern Europe and the Levant,
1810-1817. The journal of C.R. Cockerell»,
1903, σελ. 85.

Στη φωτογραφία:
Σύγχρονος ρωμιός
«Κολοκοτρώνης».
 


Ο Müller προσθέτει, ότι οι ρωμιοί δέν έκρυβαν την περιφρόνησή τους προς τους ευρωπαιους: «Αυτή η περιφρόνηση ήταν γελοία και ακατανόητη μαζί, τη στιγμή, που οι ίδιοι δέν ήταν ικανοί να κάνουν τίποτα μόνοι τους και εκλιπαρούσαν την συμπαράσταση των ξένων».

Απελπίστηκε ο γερμανός αρχαιολάτρης. «Δέν θα αντικρύσω την Αθήνα, δέν θα ανασάνω τον αέρα τής πόλης τής Παλλάδας. Πρέπει να φύγω το ταχύτερο από την Ελλάδα. Η μεγάλη ιδέα, που είχα σχηματίσει γιά την επανάσταση των απογόνων τής ηρωικής εποχής των Θερμοπυλών έσβησε, και μαζί με τον ενθουσιασμό μου χάθηκε και η ευτυχία μου».

Σφοδρός μισελληνισμός τον κυριεύει τώρα. Γυρίζει στη Γερμανία και τυπώνει το χρονικό του. Ήταν ένα λιβελλογράφημα. «Καλύτερα να πεθάνω, παρά να μείνω με αυτούς τους λήσταρχους. Θα ήταν καταισχύνη. Γκρεμίστηκε το ιδανικό μου, φρίκη και αηδία πλημμυρίζει την ψυχή μου».



Όταν στην Ευρώπη άρχισαν να φτάνουν
τα νέα από τον ελλαδικό χώρο και να γί-
νονται γνωστές οι ωμότητες και τα πλιά-
τσικα των ρωμιών το ‘21, όπως η σφαγή
τής Τριπολιτσάς (διαβάστε στην «
Ελεύ-
θερη Έρευνα
»: Από την Τριπολιτσά
στην... Τρόικα
), πολλοί ξένοι τότε, συνει-
δητοποίησαν με ποιούς είχαν να κάνουν.
Στιγμάτισαν τους ρωμιούς γιά τις βαρβα-
ρότητες, ενώ αρκετοί φιλέλληνες άλλα-
ξαν γνώμη, όπως ο Πούσκιν, ο Γκαίτε
και άλλοι στοχαστές.
  


Το χρονικό τού Christian Müller μεταφράστηκε αμέσως σε πολλές γλώσσες μέσα στο 1822 κι επηρέασε πολλούς ξένους. Έγραψε γιά την έλλειψη πειθαρχίας και την απουσία επιμελητείας. «Ο εφοδιασμός γίνεται μόνο με τη ληστεία και την αρπαγή». «Τότε κατάλαβα την ελαφρότητα των ελλήνων». Οι έλληνες είναι αλαζονικοί, έγραψε ο Müller, και ματαιόδοξοι. Δέν βρήκε το αίσθημα τής τιμής, που ταιριάζει σε κείνους, που μάχονται γιά την ελευθερία. «Οι στρατιώτες έχουν τα ήθη των πανδούρων, που αποτελούσαν πάντοτε την καταισχύνη των στρατών και τη μάστιγα των αμάχων». Οι πανδούροι ήταν άτακτοι ουγγροκροάτες μισθοφόροι, που έδρασαν, ως ιδιαίτερο σώμα, στον αυστριακό στρατό κατά τον 18ο αιώνα, διαβόητοι γιά τις ωμότητές τους και τις λεηλασίες.

Και το συμπέρασμα τού Müller: «Έτσι, που γνώρισα εγώ τους έλληνες, τους θεωρώ πέρα γιά πέρα ανώριμους να σχηματίσουν κράτος».

Και δέν είχε καθόλου άδικο, βέβαια. Ένα κρατίδιο - προτεκτοράτο των μεγάλων δυνάμεων σχηματίστηκε, μόνιμα χρεωκοπημένο, τού οποίου οι υπήκοοι έχουν διαχρονικά έθος ληστρικό κι αποτελούν έκτοτε τους ουραγούς τού πολιτισμένου κόσμου. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Τελευταίοι σε όλα!).



Σημείωση:
Το άρθρο εντάσσεται
στο Αφιέρωμα τής «Ελεύθερης Έρευνας»:
1821: Η αποστασία των ρωμιών.


Το Αφιέρωμα τής «Ελεύθερης Έρευνας»:
1821: Η αποστασία των ρωμιών
αποτελείται από τα παρακάτω άρθρα:

Μυθοπλασίες τής Ρωμιοσύνης
Αλληλοσεβασμός στους «επουράνιους»
Πώς το εθνικό αντικατέστησε το πραγματικό
Ποιά 400 χρόνια; Ποιά σκλαβιά;
Η άρνηση τού οθωμανικού παρελθόντος μας
1821: Πώς οι ρωμιοί μεταλλάχτηκαν σε «έλληνες»
Η λαφυρομανία των «αγωνιστών» τού ’21
Τους έφαγε το... φεγγάρι !
Τυχοδιώκτες και μαχαιροφόροι
Από την Τριπολιτσά στην... Τρόικα
Όταν οι ρωμιοί, με θείες ευλογίες βομβάρδιζαν την Ακρόπολη...
Η θρησκοληψία τού Μακρυγιάννη
Η κατάχρηση των αγγλικών δανείων από τους «ημέτερους» το ΄21
Βίος και πολιτεία τού Διον. Σολωμού

Το Αφιέρωμα συνεχίζεται...


==========================
 "O σιωπών δοκεί συναινείν"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.